- επισημειωτικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή είναι γραμμένος σε επισημείωση («επισημειωτική παρατήρηση»).επίρρ...επισημειωτικώςυπό τύπον επισημειώσεως, επιπρόσθετα.[ΕΤΥΜΟΛ. < επισημείωση. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Δημ. Ράλλη].
Dictionary of Greek. 2013.